σμηγματώδης

σμηγματώδης
-ῶδες, Α [σμῆγμα, -ατος]
αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως σαπούνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σμηγματώδης — like a masc/fem acc pl (attic epic doric) σμηγματώδης like a masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σμηγματώδης like a masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηγματῶδες — σμηγματώδης like a masc/fem voc sg σμηγματώδης like a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηγματώδεα — σμηγματώδης like a neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σμηγματώδης like a masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηγματώδεες — σμηγματώδης like a masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …   Dictionary of Greek

  • στεατοκήλη — η, ΝΑ νεοελλ. στεάτωμα* αρχ. λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο κήλη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”